Γενικά Γιραγωτς Μυτιληνιά Διάλεκτος Ταξίδι στον χρόνο 

Το ταξίδι, η επιστροφή, το «Πατρίς»

 

 

Ο πατέρας μου φαίνεται δεν άντεξε και πολύ την ξενιτιά και μετά από εφτά χρόνια αποφάσισε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί. Το κομπόδεμα δεν ξέρω πόσο μεγάλο ήταν, αλλά ήταν αποφασισμένος να έρθει πίσω παρότι η ζωή εκεί πρόσφερε σχεδόν τα πάντα, όμως ήθελε να ξαναδουλέψει με τις ελιές και να κάνει προκοπή με αυτές. Έτσι το 1969, μας έκοψε εισιτήρια, η μάνα μου, ο αδερφός μου, μαζί ήταν και ένα κορίτσι που συνοδεύαμε και που δεν θυμάμαι το όνομα της, αλλά θυμάμαι ότι καταγότανε από τη Κατερίνη. Το πλοίο που θα ταξιδεύαμε θα ήταν το διάσημο υπερωκεάνιο «Πατρίς». Είχαμε πακετάρει όλα μας τα υπάρχοντα σε ξύλινες κούτες, σε αυτά θυμάμαι το στερεοφωνικό πικάπ του πατέρα μου ένα ολόκληρο έπιπλο, όπως και η τηλεόραση μας, η οποία με λάμπες διέθετε ενσύρματο τηλεχειρισμό! Μαζί και τα αγαπημένα μου αυτοκινητάκια matchbox και τις μπίλιες μου. Λυπόμουν που άφηνα πίσω τα ξαδέρφια, το αγαπημένο μου σχολείο, τους φίλους, το σπιτάκι μας στο Σίδνεϋ και την Αυστραλία. Θα άφηνα και δεν θα ξανάβλεπα πια την Narrel την γειτόνισσα του παραδιπλανού σπιτιού με τις φακίδες που παίζαμε όλη μέρα μαζί. Αλλά με ότι μου λέγαν για να με παρηγορήσουν, θα βρίσκαμε άλλους φίλους, και θα γνωρίζαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες που τους ήξερα μόνο όταν μίλαγαν για αυτούς οι γονείς μου. Η μάνα μου είχε στείλει από καιρό γράμμα προς όλους στην Ελλάδα και μας περίμεναν. Αποχαιρετίσαμε τους συγγενείς, ανεβήκαμε στο πλοίο, μαζί με ένα παράξενο συναίσθημα χαράς, λύπης και περιέργειας! Στριμωχθήκαμε στη τετράκλινη καμπίνα, αλλά αυτό δεν μου ήταν και τόσο πρόβλημα, το πλοίο είχε αρκετούς χώρους, σάλες και παιχνιδότοπο για τα παιδιά, κινηματοθέατρο, σαλόνι με ορχήστρα και μπουζούκια, για να ξεχνιέται ο κόσμος στο μακρινό και κουραστικό ταξίδι! Ο καπετάνιος και το προσωπικό πάντα έψαχνε ανθρώπους ανάμεσα στους επιβάτες που τραγουδούσαν, έπαιζαν μουσική ή ό,τι άλλο μπορούσε να διασκεδάσει τους ανθρώπους στο ταξίδι. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να μην βαρεθείς όλη μέρα στους ίδιους χώρους και με τα ίδια πράγματα. Ευτυχώς ακόμη είχε δύο πισίνες για μικρούς και μεγάλους με καθίσματα και δίπλα, μπαρ-καντίνα και μαγαζί για ψώνια και παιδικά παιχνίδια. Και αφού ζάλισα τη μάνα μου, αγόρασαν μια μικρή κούρσα με μπαταρίες, η οποία είχε κάτι σαν κεραία που έπιανες και προχωρούσε μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά. Το ταξίδι κράτησε 36 ημέρες, πολύ περισσότερες από το κανονικό και αυτό οφειλότανε, όπως θα μάθαινα, στο πόλεμο που επικρατούσε στη διώρυγα του Σουέζ και έτσι αναγκαστικά το πλοίο έπρεπε να κάνει τον περίπλου της Αφρικής. 

Το πλοίο ξεκίνησε από το Σίδνεϋ και έκανε τη πρώτη στάση στο Πέρθ για να πάρει κάποιους από κεί και για ανεφοδιασμό. Ο καιρός ήταν καλός, όπως και η θάλασσα, χωρίς κύματα και έτσι φανταζόμουν ότι θα ήταν και όλο το ταξίδι, όμως όταν φθάσαμε να διασχίσουμε τον Ινδικό Ωκεανό, με μια ενδιάμεση στάση στον μικρό Νησί του Άγιου Μαυρίκιου, που είναι πριν την Μαδαγασκάρη, εκεί ήταν που φοβηθήκαμε πραγματικά, βλέποντας βουνά τα κύματα, να μας κουνάνε το πλοίο σαν χάρτινο καραβάκι. Αυτό κρατούσε αρκετές μέρες, με συνέπεια όλοι να έχουν ναυτία, να είναι κατάχαμα πεσμένοι και να βγάζουν τα συκώτια τους. Το ταξίδι όμως δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά βλέποντας τι τραβήξαμε ως τώρα, μας φαινόταν πλέον κουραστικό και βαρετό. Από τα καλά, κάθε μέρα στο πρωινό, ζήταγα αυγά και μια ρέγγα ψητή και τρώγαμε όσο θέλαμε. Όταν πιάσαμε λιμάνι στο Κέϊπ Τάουν στη Αφρική, φέραν μπανάνες με το κιλό, παιδιά εμείς τρώγαμε όσες αντέχαμε! Φυσικά κάναμε νέες παρέες με παιδιά ανάλογης ηλικίας και μαζευόμασταν στη πισίνα και στα γύρω καθίσματα, το μπαρ από το μπομπινόφωνο και τα χωνιά, κάθε μέρα θα έπαιζε το “No Milk Today” των Herman Hermits, πίναμε καμιά πορτοκαλάδα και καθόμασταν και μετά πάλι ρεμπελεύαμε ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας στο κατάστρωμα. Κάποια παιδιά εκτός από τη παιδική πισίνα βούταγαν και στη μεγαλύτερη εκεί που δεν πάτωνες… Βλέποντας τα άλλα τα παιδιά να κολυμπάνε με ευκολία θεώρησα και εγώ ότι, αν έκανα τις ίδιες κινήσεις, θα μπορούσα και εγώ να κολυμπώ και ας μην ήξερα γρι. Έτσι άρχισα να λέω και να καυχιέμαι “σιγά το πράμα” και εγώ ξέρω να κολυμπώ. Το έλεγα το ξανάλεγα, καμιά φορά κάποιος μεγαλύτερος κουράστηκε να με ακούει, μου έδωσε μια σπρωξιά και βρέθηκα στη πισίνα να κάνω μπάνιο, να καταπίνω νερό και να πνίγομαι. Ένας μου πέταξε ένα πορτοκαλί σωσίβιο και με βγάλανε έξω. Αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα για να μάθω να μη λέω ψέματα με τέτοια ευκολία και να μην καυχιέμαι πράγματα που δεν ξέρω. Μετά από αυτό το ρεζιλίκι απέφευγα να ξαναπάω στη πισίνα. 

Το πλοίο προχωρούσε στον Ατλαντικό Ωκεανό και έπλεε στα δυτικά παράλια της Αφρικής, έκανε διάφορες στάσεις για ανεφοδιασμό. Κοντεύοντας σχεδόν στο μήνα, φθάσαμε στο Γιβλαρτάρ και μπήκαμε στη Μεσόγειο και η τελευταία μας στάση ήταν η Ιταλία στο Παλέρμο όπου και κατεβήκαμε για μια μικρή βόλτα και κάναμε λίγα ψώνια, αλλά μετρούσαμε μέρες πότε θα φθάσουμε στην Ελλάδα. Συνεχίσαμε στο γύρο της Πελοποννήσου αγναντεύοντας από μακριά τα βουνά και τα παράλια της πατρίδας και λίγο από λίγο φθάσαμε επιτέλους στο Πειραιά! Η χαρά ήταν μεγάλη! Μας περίμεναν όλοι οι συγγενείς της μάνας μου μαζί με τα ξαδέρφια, καθίσαμε μια ένα βράδυ και αναχωρήσαμε την επομένη για το νησί. 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……

πηγή: Πάνος Αγιακάτσικας

Related posts