Αναμνήσεις απο το χωριό.... Γενικά Γιραγωτς Μυτιληνιά Διάλεκτος 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, ΤΟ «ΠΑΤΡΙΣ» (Μέρος Β’)

Η συνέχεια από το προηγούμενο Μέρος Α’

Ταξιδεύαμε με το «Άδωνις», έτσι προσθέσαμε μια ακόμη ημέρα σε πλοίο, αλλά τι ψυχή μπορεί να έχει μια μέρα ακόμη; Πρωί πρωί οι καμαρότοι και τα χωνιά μας ξύπνησαν.
«Σε λίγο φθάνουμε στη Μυτιλήνη να ετοιμάζεσθε για την αποβίβασή σας»! Ντυθήκαμε, νυφτήκαμε, ετοιμασθήκαμε όπως όπως, τρέξαμε βιαστικά έξω στο κατάστρωμα και αγναντεύαμε απ’αλάργα το νησί, τα παράλια, τα γαληνεμένα νερά, τις σκόρπιες ψαρόβαρκες, τους γλάρους που κάναν βόλτες και όταν πλησιάζαμε, τα σπιτάκια ξεπρόβαλαν δώθεν κείθεν, ανάμεσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές από δέντρα, θα μάθαινα σε λίγο τι ήταν. Το πλοίο προχωρούσε με τον υπόκωφο θόρυβο της μηχανής, σχίζοντας τα νερά και από μακριά η πόλη άρχισε να αχνοφαίνεται σαν μια ζωγραφιά!
«Η Μυτιλήν’ μας, η Μυτιλήν’ μας» φώναζαν μικροί, μεγάλοι, όλο χαρά!
Σε λίγο θα αρχίζαμε να μιλάμε ασταμάτητα τη μητρική γλώσσα…και όλη μέρα θα άκουγα το «μουρέλημ!» Λίγο από λίγο βλέπαμε τη πόλη, μαζί με το λιμάνι της, από ψιλά το Κάστρο με τα καταπράσινα τσάμια και το Άγαλμα της Ελευθερίας να μας καλωσορίζουν. Να λοιπόν από πού κατάγεται η σκούφια μας! Σιγά σιγά και ανυπόμονα στην ουρά κατεβαίναμε από το πλοίο όλο χαρά που επιτέλους φθάσαμε μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι!
Μας περίμενε ο παππούς μου ο Σαράντος, αναχωρήσαμε για το χωριό μας με αγοραία κούρσα, μια διαδρομή που δεν σταμάταγες να βλέπεις δέντρα και πολλές φορές πλάι πλάι στο δρόμο τη θάλασσα, όπως την ονομάσανε, τον κόλπο των ελαιώνων, «Ο Κόλπος της Γέρας». Τη θάλασσα που θα έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα.
Η κούρσα περνούσε από τα χωριά της Γέρας, που τα έβλεπα για πρώτη φορά και ενώ τα μάτια μου κοιτούσαν εδώ κι εκεί, θα διάβαζα τα Αγγλικά σε μια στροφή τη πινακίδα Σκόπελος-Skopelos 1! Να το χωριό μας! Πίσω από τη πινακίδα, θα μάθαινα ότι το σπιτάκι που υπήρχε, ήταν το μικρό εξοχικό καφενεδάκι του «Αντίκα», στο οποίο πέρασε ο ζωγράφος Θεόφιλος και στους τοίχους του, γέμισε πανέμορφες ζωγραφιές που σε μερικά χρόνια αργότερα, θα είχαν αποκολληθεί και πουληθεί.
Σε λίγο μπήκαμε στο χωριό και πήγαμε στο σπίτι που θα μέναμε προσωρινά, στο παλιό κλειστό σπίτι της θείας Ειρήνης, αδερφή της μάνας μου και προίκα της, που και αυτή έλειπε μετανάστρια στην Αυστραλία, εγκαταλελειμμένο εδώ και δέκα χρόνια, μάλιστα σε αυτό το σπίτι μου είπαν ότι είχα γεννηθεί!

Μπαίνοντας μέσα πρώτη φορά, παρότι σκοτεινό κι ερημωμένο, στο σαλόνι ήταν όλα τα παλιά έπιπλα εκεί σκεπασμένα, με το χρόνο να έχει σταματήσει μέσα στη σκόνη. Στο τοίχο ήταν ένα ξεθωριασμένο κάδρο με δύο συρραμμένες φωτογραφίες, που έμεινα να τις κοιτάζω με απορία. Ρώτησα ποιοι είναι αυτοί. Ο ένας ήταν ο άλλος μου παππούς, ο Στρατής Στεφανής, γνωστός με το παρατσούκλι «παντόφλας», ο ναύτης που ακουμπάει στο τραπεζάκι και που μετά έμαθα, υπηρέτησε στον «ΑΒΕΡΩΦ». Δίπλα του, κομμένη από άλλη φωτογραφία, ο αδερφός του, Παναγιώτης «Παναγής»[1] με τα φυσεκλίκια και τη πλήρη εξάρτηση, που οι γερμανοί μαζί με το γιο του θα εκτελούσαν στα Τσαμάκια στη Μυτιλήνη. Έμεινα άφωνος…δεν είχα ξανακούσει ποτέ τέτοια φοβερά πράματα. Μετά ρώτησα και γιατί το παππού Στρατή τον λέγαν έτσι με αυτό το παρατσούκλι; Πειστική απάντηση δεν μου έδωσαν, φαίνεται πως και αυτός το κληρονόμησε από το πατέρα του, την άλλη παντόφλα τη γνώριζα πολύ καλά από τη μάνα μου πριν γυρίσουμε πίσω!

Το σπίτι είχε μια μεγάλη διπλή ξύλινη εξώπορτα, όπως και τα πιο πολλά σπίτια του χωριού, για να μπαινοβγαίνουν τα υποζύγια, οι κατσίκες και δίπλα ο γκαϊντερμάς – η εξωτερική κουζίνα. Η μικρή αυλή είχε ροδιές και μια μουσμουλιά, η οποία αφότου έβαλα στο στόμα μου τα ξινά μουσμουλάκια της, δεν θα την άφηνα σε ησυχία. Θα ανέβαινα επάνω και στο τελευταίο απόμακρο κλαδί της, για να κόψω τους κιτρινοπράσινους πειρασμούς! Πιο μετά μαζί με τα άλλα παιδιά που θα γνώριζα, όπου βρίσκαμε τις μουσμουλιές θα κάναμε επιδρομές και θα τις αλανιάζαμε σε όλο το χωριό! Όμως απ’ την αρχή πολύ παράξενο, αφού δεν είχα ξαναδεί, ήταν να βλέπω όλο το χωριό να είναι με γαϊδουράκια, μουλάρια και άλογα, να τα κάνουν καβάλα, να κουβαλάνε τα πράγματά τους με αυτά, αντί για τα αυτοκίνητα που ήταν μετρημένα, να περνάνε στους δρόμους και να κάνουν κλακ-κλουκ στους ντουσιμέδες, ούτε που μπορούσα ποτέ να φαντασθώ ότι αυτή ήταν η καθημερινή εικόνα και ζωή των ανθρώπων εδώ. Πιο δίπλα εκεί που ήταν το Φαρμακείο του Ευαγγελινού είχε μάλιστα και χώρο «στάθμευσης» για αυτά, το λεγόμενο «χάνι» το οποίο το είχε ο Τακτικός, αλμπάνης από τη μικρασία. Πολύ συχνά άφηνε τη φοράδα του, ο παππούς Σαράντος, όταν ερχόταν από το Τάρτι, για να κάνει τις δουλειές του στο χωριό. Οι διαπιστώσεις και οι συγκρίσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, ήταν μέρα με τη νύχτα και αυτό όμως που με χάλαγε πολύ ήταν ότι, αφήσαμε τα καθημερινά μας κορν φλέικς και ήρθαμε σε ένα μέρος, που όλοι έβαζαν σχεδόν μέρα παραμέρα φασόλια και κουκιά στο τσουκάλι!

Στο σπίτι αλλά και στα περισσότερα στο χωριό ακόμη δεν υπήρχε ρεύμα, για φως ανάβαμε λάμπες, ψυγείο ήταν το φανάρι, όλες οι ηλεκτρικές συσκευές που μας ήρθαν μετά, τις αφήσαμε χωρίς να τις πιάσουμε καθόλου, κάνοντας την ευχή καμιά φορά στο σπίτι να έρθει το ρεύμα. Κανένα σπίτι δεν είχε τηλεόραση και η δικιά μας ήταν μέσα σε κιβώτιο, νοστάλγησα να δώ λίγο Μίκυ Μάους…το μόνο που με παρηγορούσε ήταν να πάω στο περίπτερο να τον αγοράσω!  Ξέχασα τι είναι το πικάπ, τι είναι ηλεκτρική σόμπα και είδα τη μάνα μου να μαγειρεύει σε κάτι που το λέγαν φουφού, να σιδερώνει με τα κάρβουνα και να ζεσταίνουμε τα δωμάτια με το μαγκάλι! Παρότι το μαγκάλι δεν μπορούσε να μας ζεστάνει όλο το σπίτι, μου άρεσε πολύ, έψηνα τη νέα λιχουδιά, τα κάστανα. Το νερό το κουβαλούσαμε απ’ έξω από τη κοινόχρηστη βρύση της γειτονιάς, σε λαγήνες και κουμάρια και σχεδόν πάντα περιμένοντας στην ουρά, γιατί ήταν διαθέσιμο μόνο ορισμένες ώρες την ημέρα. Τηλέφωνο για να μιλήσουμε με το πατέρα μου, πηγαίναμε στο τηλεφωνείο του «Σεβίλη» στο παλιό τούρκικο τσαρσί. Και τηλέφωνο να είχαμε σχεδόν κανένα άλλο σπίτι δεν είχε! Έπρεπε με το πόδι να πάμε από σπίτι σε σπίτι, για να γίνει μια δουλειά ή να μιλήσουμε και να συννενοηθούμε!

           Ένα μετά το άλλο έβλεπα πόσο δυσκολότερη και διαφορετική ζωή ήταν να ζεις σε ένα χωριό. Για να πάς στην αγορά, στο δρόμο μας, έπρεπε να περάσεις από μπροστά από μια γρια την «Περδίκαινα». Καθόταν στο καρεκλί της κάτω από μια γέρικη καρυδιά και αστυνόμευε τη περασιά, όλο μουρμούριζε τα δικά της και έλεγε διάφορα στους διερχόμενους, ουαί και αλίμονο αν σε έπιανε στο στόμα της ή της πείραζες τα εγγόνια της.

             Με το που μπαίναμε στη πάνω αγορά ήταν το τσαγκαράδικο του Παντελή Σπάρταλη. Εκεί σ’ αυτόν, μόλις ήρθαμε, από τα πρώτα πράγματα που έκανε η μάνα μου ήταν να ράψει δυο μεγάλες πετσένιες τσάντες για τα ψώνια της, συνάμα έραψε μόνη της και πάνινα σακούλια για να γεμίζει όσπρια, και ό,τι άλλο, όταν έκανε ψώνια στο μπακάλη. Καθημερινά, η πάνω και η κάτω αγορά – το παλιό τούρκικο τσαρσί – έσφυζε από κίνηση και φωνές, μικροί μεγάλοι ανεβοκατέβαιναν, μαζί άλλοι τράβαγαν τα ζώα και άλλοι καβάλα στο πλάι φώναζαν «ντέε ή ντέε βρε!» και περνούσαν από μέσα. Λίγοι γέροι φορούσαν βράκες ακόμη, πρόλαβα να γνωρίσω και τη αιωνόβια μικρασιάτισα πρόγιαγιά μου την Ειρήνη, μάνα της γιαγιάς μου Ανδρομάχης, η οποία μέχρι τα βαθιά γεράματα ήταν με βράκα.

Ο ντελάλης ο Μορφούλας έβγαινε στην αγορά και με τη βροντερή φωνή του, διαλαλούσε τις ανακοινώσεις του, συνήθως την άφιξη και την αναχώρηση του Τσότρα που έκανε μεταφορές με το φορτηγό του, ένα παλιό Μερσεντές, στην Αθήνα.

            Ο τυφλός Λευτέρης γύριζε παντού στην αγορά, έμπαινε στα καφενεία, στα μαγαζιά. Κρατούσε ένα ματσάκι μικρούς λαχνούς γραμμένους επάνω σε χασαπόχαρτο και τους πωλούσε, πότε κέρδιζες μια μεγάλη συναγρίδα, πότε αρνί, πότε φάσες, πότε ορτύκια, πότε κοτσύφια και τσίχλες, πότε μπεκάτσες. Γύρναγε και έδειχνε τη πραμάτιά του και δώστου εγώ να αγοράζω λαχνούς και ποτέ να μη πιάνω κανέναν! Νόμιζα ότι τελικά δεν έχω τύχη! Αργότερα έμαθα ότι συνήθως κανονίζαν από πριν ξέραν ποιος θα κερδίσει τη λοταρία.

Ο Βαγγέλης, ο φιστικάς φώναζε «ε ρε φιστίκια, ωραία φιστίκια έχω», ντυμένος με άσπρα ξεχώριζε από μακριά. Πουλούσε φρεσκοψημένα φιστίκια που σου έπαιρναν τη μύτη και μοσχομύριζε όλος το τόπος, τα απογεύματα γύριζε σε όλες τις γειτονιές και όλα τα παιδιά τρέχαμε από πίσω του με τη δραχμή στο χέρι να αγοράσουμε. Είχε ένα ξίκι φλιτζανάκι του καφέ, που είχε γεμισμένο το πάτο με λίγο χαρτί και το είχε σαν μετρήδι για τα φιστίκια που πουλούσε σε μικρά άσπρα χαρτοσακούλια.

           Στο δρόμο στην αγορά και στα σοκάκια και οι διάφοροι μπαχτσαβάνηδες, ανεβοκατέβαιναν και πουλούσαν τη πραμάτιά τους. Ήταν και ένας λίγο τσεβδός που διαλαλούσε «ε γε ωγαία πγάσα έχου! Ιλάτι να πάγιτι!» τον κάναμε πολύ γούστο αυτόν.

 

Πηγή : Πάνος Αγιακάτσικας

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….

Related posts